- αργκό
- (argot). Όρος, προβηγκιανής πιθανώς προέλευσης, ο οποίος υποδηλώνει τη συμβατική και συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούν άτομα ορισμένων κοινωνικών ομάδων για να μη γίνονται αντιληπτά από τους άλλους. Η α. έχει αμυντικό χαρακτήρα, αλλά ταυτόχρονα αποκτά και σημασία στενού δεσμού για τα μέλη της κοινωνικής ομάδας που τη χρησιμοποιούν. Ο όρος α. δεν σημαίνει μόνο τη γλώσσα των ανθρώπων του υποκόσμου· υπάρχουν α. που έχουν σχέση με διάφορα επαγγέλματα και α. που χρησιμοποιούνται από καλλιεργημένα άτομα (καλλιτέχνες, διανοούμενους, σπουδαστές). Η α. παίρνει διάφορες ονομασίες ανάλογα με τις χώρες και τις εποχές: ιταλικά π.χ. λέγεται gergo και furbesco, δηλαδή γλώσσα των πονηρών· ισπανικά cals, γερμανικά rotwelsch, αγγλικά cant. Η σχέση μεταξύ α. και διαλέκτων είναι πολύ στενή. Το λεξιλόγιο της α. σχηματίζεται με διάφορους τρόπους: με τη μετατόπιση ή την προσθήκη γραμμάτων και συλλαβών, με εκφράσεις που προέρχονται από κύρια ονόματα ή με τη χρησιμοποίηση κοινών λέξεων, αλλά με διαφορετική ή μεταφορική έννοια. Έτσι π.χ. στη γαλλική α. o ανακριτής λέγεται περίεργος, το κεφάλι σορμπόν (Σορβόνη), η έκφραση «λειτουργία του διαβόλου στο σπίτι του περίεργου» σημαίνει: ανάκριση στο γραφείο του ανακριτή, κ.ά. Στα ελληνικά έχουμε π.χ. τις εκφράσεις στενή που σημαίνει φυλακή, σύρμα που σημαίνει κίνδυνος κ.ά. Επειδή οι τρόποι που σχηματίζεται η α. είναι ίδιοι σε όλες τις χώρες, υποστηρίζεται ότι όλες οι α. ακολουθούν ανάλογη διαδικασία στη γένεσή τους. Ως παράδειγμα χρησιμοποίησης της α. στη λογοτεχνία μπορεί να αναφερθούν ορισμένες μπαλάντες του Γάλλου ποιητή Φρανσουά Βιγιόν.
Dictionary of Greek. 2013.